- αμανές
- οπληθ. -έδες (λ. τουρκ.), μακρόσυρτο παθητικό τραγούδι της Ανατολής, συνήθως ερωτικό, στο οποίο συχνά επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν: Κατόπιν άρχισαν να τραγουδούν παθητικότατους αμανέδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.