αμανές

αμανές
ο
πληθ. -έδες (λ. τουρκ.), μακρόσυρτο παθητικό τραγούδι της Ανατολής, συνήθως ερωτικό, στο οποίο συχνά επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν: Κατόπιν άρχισαν να τραγουδούν παθητικότατους αμανέδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμανές — ο 1. αργό ανατολίτικο τραγούδι, στο οποίο επαναλαμβάνεται συχνά το επιφώνημα αμάν 2. φρ. «τόν πήρε ψηλά τον αμανέ», έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, νομίζει ότι μπορεί να έχει υπερβολικές αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emane] …   Dictionary of Greek

  • μανές — ο βλ. αμανές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”